- αποστρεβλώνω
- [-ώ (ο)] μετ. искривлять, коверкать, портить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστρεβλώνω — (Α ἀποστρεβλοῡμαι, όομαι) διαστρεβλώνω τελείως αρχ. υφίσταμαι φριχτά βασανιστήρια … Dictionary of Greek